δυσειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δυσειδής | η | δυσειδής | το | δυσειδές |
γενική | του | δυσειδούς* | της | δυσειδούς | του | δυσειδούς |
αιτιατική | τον | δυσειδή | τη | δυσειδή | το | δυσειδές |
κλητική | δυσειδή(ς) | δυσειδής | δυσειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δυσειδείς | οι | δυσειδείς | τα | δυσειδή |
γενική | των | δυσειδών | των | δυσειδών | των | δυσειδών |
αιτιατική | τους | δυσειδείς | τις | δυσειδείς | τα | δυσειδή |
κλητική | δυσειδείς | δυσειδείς | δυσειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυσειδής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσειδής. Αναλύετει σε δυσ- + -ειδής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðis.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σει‐δής
- παλιότερος συλλαβισμός : δυσ‐ει‐δής
Επίθετο
επεξεργασίαδυσειδής, -ής, -ές (παραθετικά: δυσειδέστερος, δυσειδέστατος)
- (λόγιο) δύσμορφος, με άσχημη μορφή
- ※ […] είδα αντικρύ μου όρθιον, ενώπιον υψηλής τραπέζης, άνθρωπον μικρόν και δυσειδή, ηπόρησα και εδίσταζα να πιστεύσω ότι αυτός ήτο ο αρχιγραμματεύς της επικρατείας […] (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)
Συνώνυμα
επεξεργασία- άσχημος
- ασχημομούρης (λαϊκότροπο)
- δύσμορφος
- κακομούτσουνος (λαϊκότροπο)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσειδής
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδυσειδής, -ής, -ές
- δύσμορφος, άσχημος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 61.3
- ἐοῦσαν γάρ μιν τὸ εἶδος φλαύρην ἡ τροφὸς αὐτῆς, οἷα ἀνθρώπων τε ὀλβίων θυγατέρα καὶ δυσειδέα ἐοῦσαν, πρὸς δὲ καὶ ὁρῶσα τοὺς γονέας συμφορὴν τὸ εἶδος αὐτῆς ποιευμένους, ταῦτα ἕκαστα μαθοῦσα ἐπιφράζεται τοιάδε·
- Δηλαδή, έτσι που αυτή είχε όψη άχαρη, η παραμάνα της, βλέποντάς την θυγατέρα ευκατάστατης οικογένειας και άσκημη, κι ακόμα βλέποντας τους γονείς πικραμένους για τη μορφή της, τα μελέτησε όλ᾽ αυτά κι είχε την εξής έμπνευση:
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐοῦσαν γάρ μιν τὸ εἶδος φλαύρην ἡ τροφὸς αὐτῆς, οἷα ἀνθρώπων τε ὀλβίων θυγατέρα καὶ δυσειδέα ἐοῦσαν, πρὸς δὲ καὶ ὁρῶσα τοὺς γονέας συμφορὴν τὸ εἶδος αὐτῆς ποιευμένους, ταῦτα ἕκαστα μαθοῦσα ἐπιφράζεται τοιάδε·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 61.3
- αποκρουστικός, φρικτός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De muliebribus Περί Γυναικείων, 1.9, @scaife.perseus
- ἧσσον δὲ τὴν κεφαλὴν ἐκείνης πονήσει, καὶ τὰ ἕλκεα οὔτε δυσειδέα οὔτε μεγάλα οὔτε πυώδεα οὔτε ὀδμαλέα ὁμοίως κείνῃ γίνεται, ἀλλὰ ταύτῃ ἧσσον·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De muliebribus Περί Γυναικείων, 1.9, @scaife.perseus
- δυσδιάκριτος
Πηγές
επεξεργασία- δυσειδής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.