πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευειδής η ευειδής το ευειδές
      γενική του ευειδούς* της ευειδούς του ευειδούς
    αιτιατική τον ευειδή την ευειδή το ευειδές
     κλητική ευειδή(ς) ευειδής ευειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευειδείς οι ευειδείς τα ευειδή
      γενική των ευειδών των ευειδών των ευειδών
    αιτιατική τους ευειδείς τις ευειδείς τα ευειδή
     κλητική ευειδείς ευειδείς ευειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ευειδής, -ής, -ές

  • που έχει καλή εμφάνιση, o καλοσχηματισμένος, ο έχων ωραία μορφή

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία