ἕλιξ
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἕλιξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wel- (γυρίζω)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ἕλιξ αρσενικό ή θηλυκό
- στριφτός, στριφογυρισός, συνεστραμμένος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἕλιξ | ἕλικε | ἕλικες |
Γενική | ἕλικος | ἑλίκοιν | ἑλίκων |
Δοτική | ἕλικι | ἑλίκοιν | ἕλιξι(ν) |
Αιτιατική | ἕλικα | ἕλικε | ἕλικας |
Κλητική | ἕλιξ | ἕλικε | ἕλικες |
ἕλιξ
- οτιδήποτε με ελικοειδές σχήμα (όπως κοσμήματα)
- στροβιλισμός
- έλικες αμπελιού
- μπούκλα μαλλιών
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- δείτε @perseus.tufts.edu
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ἕλιξ στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ἕλιξ» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.