Δείτε επίσης: Ἕλιξ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἕλιξ < *Ϝέλ-ικ-ς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (γυρίζω, περιστρέφω). Συγγενή: λατινική volvo < & απόγονοι, αρχαία ελληνική ἔλυτρον, ἴλιγγος, ὄλμος [1] → και δείτε τις μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας  *welH-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἐλῐκ-
ονομαστική / ἕλιξ οἱ/αἱ ἕλικες
      γενική τοῦ/τῆς ἕλικος τῶν ἑλίκων
      δοτική τῷ/τῇ ἕλικ τοῖς/ταῖς ἕλιξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ἕλικ τοὺς/τὰς ἕλικᾰς
     κλητική ! ἕλιξ ἕλικες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἕλικε
γεν-δοτ τοῖν  ἑλίκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἕλιξ αρσενικό ή θηλυκό ως διγενές μονοκατάληκτο επίθετο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
αρσενικό ή θηλυκό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἐλῐκ-
ονομαστική
ἕλιξ οἱ
αἱ
ἕλικες
      γενική τοῦ
τῆς
ἕλικος τῶν ἑλίκων
      δοτική τῷ
τῇ
ἕλικ τοῖς
ταῖς
ἕλιξ(ν)
    αιτιατική τὸν
τὴν
ἕλικ τοὺς
τὰς
ἕλικᾰς
     κλητική ! ἕλιξ ἕλικες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἕλικε
γεν-δοτ τοῖν  ἑλίκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἕλιξ αρσενικό ή θηλυκό ως διγενές μονοκατάληκτο επίθετο

  • (για άψυχα όπως δρόμοι, ποταμοί) στριφτός, στριφογυριστός, συνεστραμμένος
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 180 (179-183, Πάροδος, αντιστροφή 1η)
    κυανοειδὲς ἀμφ᾽ ὕδωρ
    ἔτυχον ἕλικά τ᾽ ἀνὰ χλόαν
    φοίνικας ἁλίωι
    †πέπλους χρυσέαισιν αὐγαῖς
    θάλπουσ᾽
    ἀμφὶ δόνακος ἔρνεσιν·
    Κοντά στη γαλανή ακροθαλασσιά / σε τρυφερά καλάμια απάνω / και στη σγουρή τη χλόη κάποτες / άπλωνα ρούχα κόκκινα στον ήλιο / να τα στεγνώσουν οι χρυσές αχτίδες·
    Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἐλῐκ-
ονομαστική ἕλιξ αἱ ἕλικες
      γενική τῆς ἕλικος τῶν ἑλίκων
      δοτική τῇ ἕλικ ταῖς ἕλιξ(ν)
    αιτιατική τὴν ἕλικ τὰς ἕλικᾰς
     κλητική ! ἕλιξ ἕλικες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἕλικε
γεν-δοτ τοῖν  ἑλίκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἕλιξ, -ικος θηλυκό

  1. οτιδήποτε με ελικοειδές σχήμα (όπως κοσμήματα)
  2. στροβιλισμός
  3. έλικες αμπελιού
  4. (ελληνιστική σημασία) μπούκλα μαλλιών

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

παράγωγα & σύνθετα με ἑλιξ-

παράγωγα & σύνθετα με ἑλικ-

Για άλλες βαθμίδες του θέματος, δείτε την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH-

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.