Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυπλοκότητα οι πολυπλοκότητες
      γενική της πολυπλοκότητας των πολυπλοκοτήτων
    αιτιατική την πολυπλοκότητα τις πολυπλοκότητες
     κλητική πολυπλοκότητα πολυπλοκότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυπλοκότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πολυπλοκότης < πολύπλοκ(ος) + (-ότης) > -ότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.ploˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐πλο‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυπλοκότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του πολύπλοκου
    Η πολυπλοκότητα του κειμένου δημιουργεί δυσκολία στην κατανόηση.

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία