πολυπλοκότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πολυπλοκότης | αἱ | πολυπλοκότητες | ||||
γενική | τῆς | πολυπλοκότητος | τῶν | πολυπλοκοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | πολυπλοκότητι | ταῖς | πολυπλοκότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πολυπλοκότητα | τὰς | πολυπλοκότητας | ||||
κλητική ὦ! | πολυπλοκότης | πολυπλοκότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολυπλοκότης (μαρτυρείται από το 1894) [1] < πολύπλοκ(ος) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυπλοκότης θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 829, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου