Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας entangle
γ΄ ενικό ενεστώτα entangles
αόριστος entangled
παθητική μετοχή entangled
ενεργητική μετοχή entangling

  Ετυμολογία επεξεργασία

entangle < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική entaglen (εμπλέκω κάποιον σε δυσκολίες). Μορφολογικά αναλύεται σε en- + tangle

  Ρήμα επεξεργασία

entangle (en)

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη tangle

  Πηγές επεξεργασία

  • entangle - Cambridge Dictionary online
  • entangle - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)