disentangle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | disentangle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disentangles |
αόριστος | disentangled |
παθητική μετοχή | disentangled |
ενεργητική μετοχή | disentangling |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdisentangle (en)
ενεστώτας | disentangle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disentangles |
αόριστος | disentangled |
παθητική μετοχή | disentangled |
ενεργητική μετοχή | disentangling |
disentangle (en)