ενεστώτας disentangle
γ΄ ενικό ενεστώτα disentangles
αόριστος disentangled
παθητική μετοχή disentangled
ενεργητική μετοχή disentangling

  Ετυμολογία

επεξεργασία
disentangle < dis- + entangle

disentangle (en)