ξεμπερδεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεμπερδεύω < μεσαιωνική ελληνική ξεμπερδένω και ξεμπερδεύω < ξε και μπερδεύω ή μπερδένω < ἐν και περιδένω < αρχαία ελληνική περιδέω (πλέκω, δένω ολόγυρα)
Ρήμα
επεξεργασίαξεμπερδεύω
- ενεργώ έτσι ώστε κάτι ή κάποιος να πάψει να είναι μπερδεμένο(ς)
- ξεμπερδεύω ένα κουβάρι μαλλί που είχε μπλεχτεί
- (με κάτι) ενεργώ έτσι ώστε κάτι να πάψει να με απασχολεί, απαλλάσσομαι από κάτι που ταλαιπωρεί, τελειώνω κάτι που πρέπει να κάνω
- όταν ξεμπερδέψω με τις δουλειές μου, θα σου τηλεφωνήσω να συναντηθούμε
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεμπερδεύω | ξεμπέρδευα | θα ξεμπερδεύω | να ξεμπερδεύω | ξεμπερδεύοντας | |
β' ενικ. | ξεμπερδεύεις | ξεμπέρδευες | θα ξεμπερδεύεις | να ξεμπερδεύεις | ξεμπέρδευε | |
γ' ενικ. | ξεμπερδεύει | ξεμπέρδευε | θα ξεμπερδεύει | να ξεμπερδεύει | ||
α' πληθ. | ξεμπερδεύουμε | ξεμπερδεύαμε | θα ξεμπερδεύουμε | να ξεμπερδεύουμε | ||
β' πληθ. | ξεμπερδεύετε | ξεμπερδεύατε | θα ξεμπερδεύετε | να ξεμπερδεύετε | ξεμπερδεύετε | |
γ' πληθ. | ξεμπερδεύουν(ε) | ξεμπέρδευαν ξεμπερδεύαν(ε) |
θα ξεμπερδεύουν(ε) | να ξεμπερδεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεμπέρδεψα | θα ξεμπερδέψω | να ξεμπερδέψω | ξεμπερδέψει | ||
β' ενικ. | ξεμπέρδεψες | θα ξεμπερδέψεις | να ξεμπερδέψεις | ξεμπέρδεψε | ||
γ' ενικ. | ξεμπέρδεψε | θα ξεμπερδέψει | να ξεμπερδέψει | |||
α' πληθ. | ξεμπερδέψαμε | θα ξεμπερδέψουμε | να ξεμπερδέψουμε | |||
β' πληθ. | ξεμπερδέψατε | θα ξεμπερδέψετε | να ξεμπερδέψετε | ξεμπερδέψτε | ||
γ' πληθ. | ξεμπέρδεψαν ξεμπερδέψαν(ε) |
θα ξεμπερδέψουν(ε) | να ξεμπερδέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεμπερδέψει | είχα ξεμπερδέψει | θα έχω ξεμπερδέψει | να έχω ξεμπερδέψει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεμπερδέψει | είχες ξεμπερδέψει | θα έχεις ξεμπερδέψει | να έχεις ξεμπερδέψει | έχε ξεμπερδεμένο | |
γ' ενικ. | έχει ξεμπερδέψει | είχε ξεμπερδέψει | θα έχει ξεμπερδέψει | να έχει ξεμπερδέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεμπερδέψει | είχαμε ξεμπερδέψει | θα έχουμε ξεμπερδέψει | να έχουμε ξεμπερδέψει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεμπερδέψει | είχατε ξεμπερδέψει | θα έχετε ξεμπερδέψει | να έχετε ξεμπερδέψει | έχετε ξεμπερδεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ξεμπερδέψει | είχαν ξεμπερδέψει | θα έχουν ξεμπερδέψει | να έχουν ξεμπερδέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξεμπερδεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξεμπερδεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξεμπερδεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξεμπερδεμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία να πάψει να με απασχολεί
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια