untangle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | untangle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | untangles |
αόριστος | untangled |
παθητική μετοχή | untangled |
ενεργητική μετοχή | untangling |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαuntangle (en)
- ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω
- ⮡ I untangle a ball of wool that had been tangled.
- Ξεμπερδεύω ένα κουβάρι μαλλί που είχε μπλεχτεί.
- ≈ συνώνυμα: disentangle
- ≠ αντώνυμα: tangle
- ⮡ I untangle a ball of wool that had been tangled.