ενεστώτας untangle
γ΄ ενικό ενεστώτα untangles
αόριστος untangled
παθητική μετοχή untangled
ενεργητική μετοχή untangling

  Ετυμολογία

επεξεργασία
untangle < un- + tangle

untangle (en)