ενεστώτας tangle
γ΄ ενικό ενεστώτα tangles
αόριστος tangled
παθητική μετοχή tangled
ενεργητική μετοχή tangling

tangle (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) μπλέκω, μπερδεύω, συνήθως ακούσια, κάτι με κάτι άλλο, έτσι ώστε να μεταβάλλεται η κανονική του μορφή
    ⮡  The kitten tangled up my thread.
    Το γατάκι μου έμπλεξε το νήμα.
    ⮡  The nets were tangled in the propeller.
    Μπλέχτηκαν τα δίχτυα στην προπέλα.
    ⮡  He got tangled up in the ropes and fell headfirst.
    Μπερδεύτηκε στα σκοινιά κι έπεσε με το κεφάλι.