Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας tangle
γ΄ ενικό ενεστώτα tangles
αόριστος tangled
παθητική μετοχή tangled
ενεργητική μετοχή tangling

  Ρήμα επεξεργασία

tangle (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) μπλέκω, μπερδεύω, συνήθως ακούσια, κάτι με κάτι άλλο, έτσι ώστε να μεταβάλλεται η κανονική του μορφή
    The kitten tangled up my thread.
    Το γατάκι μου έμπλεξε το νήμα.
    The nets were tangled in the propeller.
    Μπλέχτηκαν τα δίχτυα στην προπέλα.
    He got tangled up in the ropes and fell headfirst.
    Μπερδεύτηκε στα σκοινιά κι έπεσε με το κεφάλι.

  Πηγές επεξεργασία