untangling
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
untangling | untanglings |
untangling (en)
- ξετύλιγμα
- ≈ συνώνυμα: unravelling (βρετανικό), unraveling (ΗΠΑ)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαuntangling (en)
ενικός | πληθυντικός |
untangling | untanglings |
untangling (en)
untangling (en)