Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεμπέρδεμα τα ξεμπερδέματα
      γενική του ξεμπερδέματος των ξεμπερδεμάτων
    αιτιατική το ξεμπέρδεμα τα ξεμπερδέματα
     κλητική ξεμπέρδεμα ξεμπερδέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεμπέρδεμα < μεσαιωνική ελληνική ξεμπέρδεμα < ξεμπερδεύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεμπέρδεμα ουδέτερο

  1. το αποτέλεσμα και η ενέργεια του ξεμπερδεύω, το κουβάρι ή τα μαλλιά που έχουν καιρό να χτενιστούν ή που έχει κολλήσει επάνω τους τσίχλα
  2. η λύση ενός περίπλοκου ζητήματος ή το ξεκαθάρισμα μιας δυσάρεστης κατάστασης

Εκφράσεις επεξεργασία

  • θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα : έτσι όπως πάει το πράγμα, η λύση δεν θα είναι καθόλου όμορφη

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία