ξεμπέρδεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεμπέρδεμα < μεσαιωνική ελληνική ξεμπέρδεμα < ξεμπερδεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεμπέρδεμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα και η ενέργεια του ξεμπερδεύω, το κουβάρι ή τα μαλλιά που έχουν καιρό να χτενιστούν ή που έχει κολλήσει επάνω τους τσίχλα
- η λύση ενός περίπλοκου ζητήματος ή το ξεκαθάρισμα μιας δυσάρεστης κατάστασης
Εκφράσεις
επεξεργασία- θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα : έτσι όπως πάει το πράγμα, η λύση δεν θα είναι καθόλου όμορφη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξεμπέρδεμα