Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεμπερδεμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ξεμπερδεμ
ός
οι
ξεμπερδεμ
οί
γενική
του
ξεμπερδεμ
ού
των
ξεμπερδεμ
ών
αιτιατική
τον
ξεμπερδεμ
ό
τους
ξεμπερδεμ
ούς
κλητική
ξεμπερδεμ
έ
ξεμπερδεμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεμπερδεμός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεμπερδεμός
αρσενικό
το
ξεμπέρδεμα