Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /œɾˈmɛc/

örmek (tr)

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • (başına) çorap örmek: (κυριολεκτικά: (στο κεφάλι κάποιου) πλέκω κάλτσες) κάνω τη ζωή κάποιου ποδήλατο