Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στιχοποιός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
στιχοποι
ός
οι
στιχοποι
οί
γενική
του
στιχοποι
ού
των
στιχοποι
ών
αιτιατική
τον
στιχοποι
ό
τους
στιχοποι
ούς
κλητική
στιχοποι
έ
στιχοποι
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στιχοποιός
<
στίχος
+
-ο-
+
-ποιός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στιχοποιός
αρσενικό ή θηλυκό
(
σπάνιο
) ο
στιχουργός
, ο
στιχοπλόκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στιχοποιός
→
δείτε
τις λέξεις
στιχουργός
και
στιχοπλόκος