Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οκτάστιχος η οκτάστιχη το οκτάστιχο
      γενική του οκτάστιχου της οκτάστιχης του οκτάστιχου
    αιτιατική τον οκτάστιχο την οκτάστιχη το οκτάστιχο
     κλητική οκτάστιχε οκτάστιχη οκτάστιχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οκτάστιχοι οι οκτάστιχες τα οκτάστιχα
      γενική των οκτάστιχων των οκτάστιχων των οκτάστιχων
    αιτιατική τους οκτάστιχους τις οκτάστιχες τα οκτάστιχα
     κλητική οκτάστιχοι οκτάστιχες οκτάστιχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οκτάστιχος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

οκτάστιχος, -η, -ο

οκτάστιχο ποίημα

  Μεταφράσεις επεξεργασία