Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξάστιχος η εξάστιχη το εξάστιχο
      γενική του εξάστιχου της εξάστιχης του εξάστιχου
    αιτιατική τον εξάστιχο την εξάστιχη το εξάστιχο
     κλητική εξάστιχε εξάστιχη εξάστιχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξάστιχοι οι εξάστιχες τα εξάστιχα
      γενική των εξάστιχων των εξάστιχων των εξάστιχων
    αιτιατική τους εξάστιχους τις εξάστιχες τα εξάστιχα
     κλητική εξάστιχοι εξάστιχες εξάστιχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξάστιχος < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑξάστιχος[1], μορφολογικά αναλύεται εξά- + στίχος

  Επίθετο επεξεργασία

εξάστιχος, -η, -ο

εξάστιχη στροφή
εξάστιχο ρητό

  Μεταφράσεις επεξεργασία