Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στιχομετρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στιχομετρικ
ός
η
στιχομετρικ
ή
το
στιχομετρικ
ό
γενική
του
στιχομετρικ
ού
της
στιχομετρικ
ής
του
στιχομετρικ
ού
αιτιατική
τον
στιχομετρικ
ό
τη
στιχομετρικ
ή
το
στιχομετρικ
ό
κλητική
στιχομετρικ
έ
στιχομετρικ
ή
στιχομετρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στιχομετρικ
οί
οι
στιχομετρικ
ές
τα
στιχομετρικ
ά
γενική
των
στιχομετρικ
ών
των
στιχομετρικ
ών
των
στιχομετρικ
ών
αιτιατική
τους
στιχομετρικ
ούς
τις
στιχομετρικ
ές
τα
στιχομετρικ
ά
κλητική
στιχομετρικ
οί
στιχομετρικ
ές
στιχομετρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στιχομετρικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
στιχομετρικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στιχομετρικός
γαλλικά
:
stichométrique
(fr)