στιχομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στιχομετρικός < στιχομετρία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαστιχομετρικός
- που έχει σχέση με τη στιχομετρία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία στιχομετρικός
στιχομετρικός