Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στιχομετρικός η στιχομετρική το στιχομετρικό
      γενική του στιχομετρικού της στιχομετρικής του στιχομετρικού
    αιτιατική τον στιχομετρικό τη στιχομετρική το στιχομετρικό
     κλητική στιχομετρικέ στιχομετρική στιχομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στιχομετρικοί οι στιχομετρικές τα στιχομετρικά
      γενική των στιχομετρικών των στιχομετρικών των στιχομετρικών
    αιτιατική τους στιχομετρικούς τις στιχομετρικές τα στιχομετρικά
     κλητική στιχομετρικοί στιχομετρικές στιχομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στιχομετρικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

στιχομετρικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία