Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sti.kɔ.me.tʁik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stichométrique stichométriques

stichométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό