στιχουργικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στιχουργικά < στιχουργικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαστιχουργικά
- με στιχουργικό τρόπο, από στιχουργικής άποψης
Μεταφράσεις
επεξεργασία στιχουργικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαστιχουργικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στιχουργικό