ομοιοκατάληκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομοιοκατάληκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁμοιοκατάληκτος (στη γραμματική: που έχει όμοια κατάληξη). Μορφολογικά αναλύεται σε ομοιο- + καταληκ- (καταλήγω) + -τος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.mi.o.kaˈta.li.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μοι‐ο‐κα‐τά‐λη‐τκος
Επίθετο
επεξεργασίαομοιοκατάληκτος, -η, -ο και ομοιοκατάληχτος
- (για στίχους) που ομοιοκαταληκτεί, που σχηματίζει ομοιοκαταληξία με κάτι άλλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομοιοκατάληκτος
|