ομοιοκατάληκτος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ομοιοκατάληκτος < ελληνιστική κοινή ὁμοιοκατάληκτος < ὅμοιος + καταλήγω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ομοιοκατάληκτος, -η, -ο και ομοιοκατάληχτος
- (για στίχους) που ομοιοκαταληκτεί, που σχηματίζει ομοιοκαταληξία με κάτι άλλο
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ομοιοκατάληκτος