Ετυμολογία

επεξεργασία
ομοιοκαταληκτώ < (ελληνιστική κοινή) ὁμοιοκαταληκτῶ

ομοιοκαταληκτώ

το "αέρας" ομοιοκαταληκτεί με το "πατέρας"

  Μεταφράσεις

επεξεργασία