στιχογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στιχογραφικός < στιχογραφία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαστιχογραφικός
- που έχει σχέση με τη στιχογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στιχογραφικός
|
Πηγές
επεξεργασία- στιχογραφικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)