Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στιχογραφικός η στιχογραφική το στιχογραφικό
      γενική του στιχογραφικού της στιχογραφικής του στιχογραφικού
    αιτιατική τον στιχογραφικό τη στιχογραφική το στιχογραφικό
     κλητική στιχογραφικέ στιχογραφική στιχογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στιχογραφικοί οι στιχογραφικές τα στιχογραφικά
      γενική των στιχογραφικών των στιχογραφικών των στιχογραφικών
    αιτιατική τους στιχογραφικούς τις στιχογραφικές τα στιχογραφικά
     κλητική στιχογραφικοί στιχογραφικές στιχογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στιχογραφικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

στιχογραφικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία