↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στιχόμετρο τα στιχόμετρα
      γενική του στιχόμετρου
στιχομέτρου
των στιχόμετρων
στιχομέτρων
    αιτιατική το στιχόμετρο τα στιχόμετρα
     κλητική στιχόμετρο στιχόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στιχόμετρο < στίχος + -ο- + μέτρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στιχόμετρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • στιχόμετρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)