↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η στιχογράφος οι στιχογράφοι
      γενική του/της στιχογράφου των στιχογράφων
    αιτιατική τον/τη στιχογράφο τους/τις στιχογράφους
     κλητική στιχογράφε στιχογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στιχογράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στιχογράφος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στιχογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επάγγελμα) που γράφει στίχους
     συνώνυμα: στιχουργός
  2. (μειωτικό, ειρωνικό) κακός και μη αξιόλογος ποιητής
     συνώνυμα: στιχοπλόκος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στιχογράφος οἱ στιχογράφοι
      γενική τοῦ στιχογράφου τῶν στιχογράφων
      δοτική τῷ στιχογράφ τοῖς στιχογράφοις
    αιτιατική τὸν στιχογράφον τοὺς στιχογράφους
     κλητική ! στιχογράφε στιχογράφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στιχογράφω
γεν-δοτ τοῖν  στιχογράφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στιχογράφος (ελληνιστική κοινή) < στίχο- + -γράφος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στιχογράφος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία