Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η στιχογράφος οι στιχογράφοι
      γενική του/της στιχογράφου των στιχογράφων
    αιτιατική τον/τη στιχογράφο τους/τις στιχογράφους
     κλητική στιχογράφε στιχογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στιχογράφος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στιχογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία