στιχογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στιχογράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στιχογράφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστιχογράφος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- στιχογραφία
- στιχογραφικός
- → και δείτε τις λέξεις στίχος και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία στιχογράφος
|
Πηγές
επεξεργασία- στιχογράφος σελ.6700 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | στιχογράφος | οἱ | στιχογράφοι | ||||
γενική | τοῦ | στιχογράφου | τῶν | στιχογράφων | ||||
δοτική | τῷ | στιχογράφῳ | τοῖς | στιχογράφοις | ||||
αιτιατική | τὸν | στιχογράφον | τοὺς | στιχογράφους | ||||
κλητική ὦ! | στιχογράφε | στιχογράφοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στιχογράφω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | στιχογράφοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στιχογράφος (ελληνιστική κοινή) < στίχο- + -γράφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστιχογράφος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- στιχογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.