↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρίστιχος η τρίστιχη το τρίστιχο
      γενική του τρίστιχου της τρίστιχης του τρίστιχου
    αιτιατική τον τρίστιχο την τρίστιχη το τρίστιχο
     κλητική τρίστιχε τρίστιχη τρίστιχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρίστιχοι οι τρίστιχες τα τρίστιχα
      γενική των τρίστιχων των τρίστιχων των τρίστιχων
    αιτιατική τους τρίστιχους τις τρίστιχες τα τρίστιχα
     κλητική τρίστιχοι τρίστιχες τρίστιχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρίστιχος < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή τρίστιχος[1], μορφολογικά αναλύεται τρί- + στίχος

  Επίθετο

επεξεργασία

τρίστιχος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία