ενικός         πληθυντικός  
interligne interlignes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

interligne (fr) αρσενικό

  1. το διάστημα ανάμεσα στις γραμμές ενός κειμένου
  2. το διάστημα ανάμεσα στις γραμμές ενός τετραδίου
  3. (μουσική) το διάστημα ανάμεσα στις γραμμές μιας παρτιτούρας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
interligne interlignes

interligne (fr) θηλυκό

  1. (τυπογραφία) μεταλλικό έλασμα που χώριζε και διατηρούσε τις γραμμές κειμένου