interligne
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
interligne | interlignes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
interligne (fr) αρσενικό
- το διάστημα ανάμεσα στις γραμμές ενός κειμένου
- το διάστημα ανάμεσα στις γραμμές ενός τετραδίου
- (μουσική) το διάστημα ανάμεσα στις γραμμές μιας παρτιτούρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
interligne | interlignes |
interligne (fr) θηλυκό