gérant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- gérant < gérer
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gérant | gérants |
θηλυκό | gérante | gérantes |
gérant (fr)
- ο διευθύνων
- ο υπεύθυνος
- ο μάνατζερ
- ο διαχειριστής