profesor
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική (mianownik) | profesor | profesorowie |
γενική (dopełniacz) | profesora | profesorów |
δοτική (celownik) | profesorowi | profesorom |
αιτιατική (biernik) | profesora | profesorów |
οργανική (narzędnik) | profesorem | profesorami |
τοπική (miejscownik) | profesorze | profesorach |
κλητική (wołacz) | profesorze | profesorowie |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαprofesor (pl)
Σερβικά (sr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαprofesor (sr)
- λατινική γραφή του професор