Δείτε επίσης: profesor

  Ετυμολογία

επεξεργασία
profesör < (άμεσο δάνειο) γαλλική professeur[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾɔfɛˈsɶɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: pro‐fe‐sör

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

profesör (tr)

  1. ο καθηγητής, τίτλος γιατρών που απορρέει από την πανεπιστημιακή τους ιδιότητα, αποδίδεται όμως και σε διευθυντές κλινικών που μπορεί να μην έχουν πανεπιστημιακή θέση
  2. ο πανεπιστημιακός δάσκαλος με τέτοιο τίτλο.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. profesör - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν