Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δασκαλόπαιδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
δασκαλόπαιδ
ο
τα
δασκαλόπαιδ
α
γενική
του
δασκαλόπαιδ
ου
των
δασκαλόπαιδ
ων
αιτιατική
το
δασκαλόπαιδ
ο
τα
δασκαλόπαιδ
α
κλητική
δασκαλόπαιδ
ο
δασκαλόπαιδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δασκαλόπαιδο
<
δασκαλοπαίδι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δασκαλόπαιδο
ουδέτερο
(
οικείο
)
άλλη μορφή
του
δασκαλοπαίδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δασκαλόπαιδο
→
δείτε
τη λέξη
δασκαλοπαίδι