δίδακτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | δίδακτρα | ||
γενική | των | διδάκτρων | ||
αιτιατική | τα | δίδακτρα | ||
κλητική | δίδακτρα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δίδακτρα < (ελληνιστική κοινή) δίδακτρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
δίδακτρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (εκπαίδευση) το χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί εκεί μαθήματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | τὰ | δίδακτρᾰ |
γενική | τῶν | διδάκτρων |
δοτική | τοῖς | διδάκτροις |
αιτιατική | τὰ | δίδακτρᾰ |
κλητική ὦ! | δίδακτρᾰ | |
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δίδακτρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ελληνιστική κοινή), (εκπαίδευση) ο μισθός του δασκάλου
- αἰ δέ τι λῇς με καὶ αὐτὸν ἅμ᾽ αἰπολέοντα διδάξαι, / τήναν τὰν μιτύλαν δωσῶ τα δίδακτρά τοι αἶγα, / ἅτις ὑπὲρ κεφαλᾶς αἰεὶ τὸν ἀμολγέα πληροῖ. (Θεόκριτος, Βουκολιασταί, 87-89)