διδασκάλια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διδασκάλια < διδασκάλιον < διδάσκαλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιδασκάλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ελληνιστική κοινή), (εκπαίδευση) ο μισθός του δασκάλου
- ἀπαλλαγεὶς γὰρ ἐκείνου τοῦ βίου γάμῳ προσέσχε, Φουλβίαν ἀγαγόμενος τὴν Κλωδίῳ τῷ δημαγωγῷ συνοικήσασαν, οὐ ταλασίαν οὐδ' οἰκουρίαν φρονοῦν γύναιον οὐδ' ἀνδρὸς ἰδιώτου κρατεῖν ἀξιοῦν, ἀλλ' ἄρχοντος ἄρχειν καὶ στρατηγοῦντος στρατηγεῖν βουλόμενον, ὥστε Κλεοπάτραν διδασκάλια Φουλβίᾳ τῆς Ἀντωνίου γυναικοκρασίας ὀφείλειν, πάνυ χειροήθη καὶ πεπαιδαγωγημένον ἀπ' ἀρχῆς ἀκροᾶσθαι γυναικῶν παραλαβοῦσαν αὐτόν. (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Αντώνιος, 10, 5-7)