instituteur
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- instituteur < λατινική institutor
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | instituteur | instituteurs |
θηλυκό | institutrice | institutrices |
instituteur (fr)
- ο δάσκαλος
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- (Γαλλία) professeur des écoles