δασκαλίστικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδασκαλίστικος -η -ο
- που μιμείται κατά τρόπο ενοχλητικό τους τρόπους ενός δασκάλου
- άσε αυτό το δασκαλίστικο ύφος γιατί δεν σου πάει καθόλου
Μεταφράσεις
επεξεργασία δασκαλίστικος