condescending
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
condescending (en)
πατερναλιστικός:
- δασκαλίστικος, πατροναριστικά καθοδηγητικός, πατροναριστικός, υποτιμητικός όσον αφορά την αυτενέργεια κάποιου άλλου
- που χαρακτηρίζεται από υπεροψία και διάθεση χειραγώγησης, υπεροπτικός
- βοηθητικότητα σε κατώτερο, ανήλικο, ανίκανο, αδύναμο ή άτομο που υποτιμώ, στήριξη κάποιου με τρόπο που ακυρώνει - υποτιμά την ελεύθερη θέλησή του-βούλησή του
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
condescending (en)