τεκμηριώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τεκμηριώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος τεκμηριώνω, συγγενές του τεκμαίρομαι
Ρήμα
επεξεργασίατεκμηριώνομαι, πρτ.: τεκμηριωνόταν, στ.μέλλ.: θα τεκμηριωθεί, αόρ.: τεκμηριώθηκε, μτχ.π.π.: τεκμηριωμένος
- (για αφηρημένα) αποδεικνύεται η αλήθειά τους
- (για αδικήματα) στοιχειοθετούμαι
- Η κατηγορία δεν τεκμηριώθηκε και ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε
- Μην τρομοκρατείς τον κόσμο με φημολογίες που δεν τεκμηριώνονται παρά μόνο στη φαντασία σου
Σημειώσεις
επεξεργασίαΤο ρήμα είναι αδόκιμο στο πρώτο πρόσωπο και γενικά για έμψυχα. Χρησιμοποιείται κυρίως με υποκείμενο αφηρημένα ουσιαστικά στο γ' πρόσωπο.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τεκμηριώνομαι
|