Ετυμολογία

επεξεργασία
τεκμηριώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος τεκμηριώνω, συγγενές του τεκμαίρομαι

τεκμηριώνομαι, πρτ.: τεκμηριωνόταν, στ.μέλλ.: θα τεκμηριωθεί, αόρ.: τεκμηριώθηκε, μτχ.π.π.: τεκμηριωμένος

  1. (για αφηρημένα) αποδεικνύεται η αλήθειά τους
    Η κατηγορία δεν τεκμηριώθηκε και ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε
    Μην τρομοκρατείς τον κόσμο με φημολογίες που δεν τεκμηριώνονται παρά μόνο στη φαντασία σου

Σημειώσεις

επεξεργασία

Το ρήμα είναι αδόκιμο στο πρώτο πρόσωπο και γενικά για έμψυχα. Χρησιμοποιείται κυρίως με υποκείμενο αφηρημένα ουσιαστικά στο γ' πρόσωπο.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία