Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθιερώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος καθιερώνω

  Ρήμα επεξεργασία

καθιερώνομαι, πρτ.: καθιερωνόμουν, στ.μέλλ.: θα καθιερωθώ, αόρ.: καθιερώθηκα, μτχ.π.π.: καθιερωμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία