ελευθερόστομος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελευθερόστομος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλευθερόστομος
Επίθετο επεξεργασία
ελευθερόστομος
- που μιλά με ελευθεροστομία ή χαρακτηρίζεται απ’ αυτήν
Συγγενικά επεξεργασία
- ελευθερόστομα (επίρρημα, ἐλευθεροστόμως καθαρεύουσα)
- ελευθεροστομία
- → δείτε τις λέξεις ελεύθερος και στόμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελευθερόστομος
|