Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐλευθεροστόμως < αρχαία ελληνική ἐλευθερόστομ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

ἐλευθεροστόμως

  Πηγές επεξεργασία