ελευθερόστομων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαελευθερόστομων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ελευθερόστομος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ελευθερόστομος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ελευθερόστομος