κράσπεδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κράσπεδο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κράσπεδον < κράς (<κάρα) + πέδον
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkɾa.spe.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρά‐σπε‐δο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κράσπεδο ουδέτερο
- το ακραίο σημείο μιας επιφάνειας
- η άκρη ενός πεζοδρομίου, δίπλα στο δρόμο
- (ειδικότερα) το σημείο που τελειώνει το ύφασμα και πυκνώνει η ύφανση
- οι πρόποδες του βουνού