Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κράσπεδο τα κράσπεδα
      γενική του κρασπέδου
κράσπεδου
των κρασπέδων
    αιτιατική το κράσπεδο τα κράσπεδα
     κλητική κράσπεδο κράσπεδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κράσπεδο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κράσπεδον < κράς (<κάρα) + πέδον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɾa.spe.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρά‐σπε‐δο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κράσπεδο ουδέτερο

  1. το ακραίο σημείο μιας επιφάνειας
  2. η άκρη ενός πεζοδρομίου, δίπλα στο δρόμο
  3. (ειδικότερα) το σημείο που τελειώνει το ύφασμα και πυκνώνει η ύφανση
  4. οι πρόποδες του βουνού
     συνώνυμα: υπώρεια

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία