Ετυμολογία

επεξεργασία
roadside < road + -side

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

roadside (en) (μόνο στον ενικό)

  • στην άκρη του δρόμου
    ⮡  a roadside motel - μοτέλ στην άκρη του δρόμου