ενικός         πληθυντικός  
road roads

  Ετυμολογία

επεξεργασία
road < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

road (en)

  • ο δρόμος, το οδόστρωμα, μια σκληρή επιφάνεια που είναι κατασκευασμένη για να κινούνται τα οχήματα
    ⮡  main/side roads - κύριοι/δευτερεύοντες δρόμοι
    ⮡  asphalt/paved road - ασφαλτοστρωμένος δρόμος
    ⮡  dirt road - άστρωτος δρόμος/χωματόδρομος
    ⮡  rough road - παλιόδρομος
    ⮡  country road - αγροτικός δρόμος
    ⮡  (βρετανικά αγγλικά) a switchback road - δρόμος όλο στροφές
    ⮡  (αμερικανικά αγγλικά) a winding road - δρόμος όλο στροφές
    ⮡  gravel road - δρόμος με χαλίκι/οδόστρωμα από χαλίκι
    ⮡  Athens is connected to Chalkida by road and by rail.
    Η Αθήνα συνδέεται με τη Χαλκίδα οδικώς και σιδηροδρομικώς.

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • road στην αγγλική Βικιπαίδεια  



road (sv)