Δείτε επίσης: ὑπώρεια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπώρεια οι υπώρειες
      γενική της υπώρειας των υπωρειών
    αιτιατική την υπώρεια τις υπώρειες
     κλητική υπώρεια υπώρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπώρεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπώρεια < ὑπό + ὄρος (Το ω εξηγείται από το φαινόμενο της συνθετικής έκτασης). Δηλαδή το βραχύ -ο εκτείνεται (μεταβάλλεται) σε μακρό -ω.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈpo.ɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πώ‐ρει‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπώρεια θηλυκό

  • οι πρόποδες λόφου ή βουνού
    ⮡  Μέρη από τον αρχαίο περίβολο της πόλης σώζονται στην υπώρεια του λόφου.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία