κράσπεδον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κράσπεδον | τὰ | κράσπεδᾰ |
γενική | τοῦ | κρασπέδου | τῶν | κρασπέδων |
δοτική | τῷ | κρασπέδῳ | τοῖς | κρασπέδοις |
αιτιατική | τὸ | κράσπεδον | τὰ | κράσπεδᾰ |
κλητική ὦ! | κράσπεδον | κράσπεδᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρασπέδω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κρασπέδοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακράσπεδον