κράς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | ουδέτερο | αρσενικό | ουδέτερο | |||||
ονομαστική | ὁ | κράς (& ἡ κράς) | τὸ | κρᾶτα | οἱ | — | τὰ | κρᾶτα & κρᾱ́ᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | κρᾱτός & κρᾱ́ᾰτος |
τῶν | κρᾱ́των | ||||
δοτική | τῷ | κρᾱτῐ́ & κρᾱ́ᾰτῐ |
τοῖς | κρᾱσῐ́ν & κρᾱ́τεσφι |
||||
αιτιατική | τὸν | κρᾶτᾰ & κρᾱ́ᾰτᾰ |
τὸ | κρᾶτα | τοὺς | κρᾶτας | ||
κλητική ὦ! | — | — | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | — | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | — | ||||||
Τύποι, όπως στα κείμενα. Τα θέματα κραατ-, στον Όμηρο. | ||||||||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ανώμαλα' όπως «ανώμαλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίακράς αρσενικό (επίσης ως θηλυκό ή ουδέτερο κρᾶτα σε ορισμένες πτώσεις)
- ποιητικός τύπος του θηλυκού κάρα
- κεφάλι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 336 (336-337)
- κρατὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν | ἵππουριν· δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν·
- Εις την ανδρείαν κεφαλήν καλόν έβαλε κράνος | και με την χαίτην σείονταν φρικτός επάν᾽ ο λόφος
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- κρατὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν | ἵππουριν· δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 794 (792-794)
- τί πάθω; τί σ᾽ ἐγώ, | δύσμορε, δράσω; τάδε σοι δίδομεν | πλήγματα κρατὸς στέρνων τε κόπους·
- Τί θα γίνω; Σαν τί να σου κάμω, κακόμοιρο; | Απ᾽ το χέρι μας ένα περνά: το κεφάλι μας | να χτυπούμε, τα στήθια να δέρνουμε·
- Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr
- τί πάθω; τί σ᾽ ἐγώ, | δύσμορε, δράσω; τάδε σοι δίδομεν | πλήγματα κρατὸς στέρνων τε κόπους·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 336 (336-337)
- (μεταφορικά) κορυφή
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 5 (4-5)
- Ζεὺς δὲ Θέμιστα κέλευσε θεοὺς ἀγορήνδε καλέσσαι | κρατὸς ἀπ᾽ Οὐλύμποιο πολυπτύχου·
- κι είπεν ο Ζευς της Θέμιστος απ᾽ την κορφήν του Ολύμπου, | να συναθροίσει τους θεούς,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ζεὺς δὲ Θέμιστα κέλευσε θεοὺς ἀγορήνδε καλέσσαι | κρατὸς ἀπ᾽ Οὐλύμποιο πολυπτύχου·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 5 (4-5)
- άκρη
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 140 (140-141)
- αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸς λιμένος ῥέει ἀγλαὸν ὕδωρ, | κρήνη ὑπὸ σπείους· περὶ δ᾽ αἴγειροι πεφύασιν.
- Κι ακόμη στου λιμανιού την άκρη, πιο ψηλά, γάργαρο τρέχει το νερό, | πηγή που βγαίνει από τα βάθη μιας σπηλιάς, κι ολόγυρα φυτρώνουν λεύκες.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸς λιμένος ῥέει ἀγλαὸν ὕδωρ, | κρήνη ὑπὸ σπείους· περὶ δ᾽ αἴγειροι πεφύασιν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 140 (140-141)
- ύψος
- κεφάλι
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κράς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κράς, κρᾶτα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.