κρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρας < (άμεσο δάνειο) αγγλική crash
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρας ουδέτερο άκλιτο
- (αγγλισμός, διαδικτυακή αργκό, καθομιλουμένη, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) (για συσκευή, πρόγραμμα κτλ.) το να παύει να ανταποκρίνεται μέχρι που εξαναγκάζεται να εξέλθει και να διακόψει εξυπηρέτηση του χρήστη