κρασάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακρασάρισμα ουδέτερο
- (αγγλισμός, διαδικτυακή αργκό, καθομιλουμένη, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κρασάρω
- ※ Το μεγάλο κρασάρισμα και οι έξι δύσκολες ώρες του Ζάκερμπεργκ (Η Ναυτεμπορική, 5/10/2021 [1])
- ≈ συνώνυμα: κρας, κατάρρευση