κρασαρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρασαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κρασάρω < κρας < (άμεσο δάνειο) αγγλική crash
Μετοχή επεξεργασία
κρασαρισμένος, -η, -ο
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κρασάρω
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρασαρισμένος
|