Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρασαρισμένος η κρασαρισμένη το κρασαρισμένο
      γενική του κρασαρισμένου της κρασαρισμένης του κρασαρισμένου
    αιτιατική τον κρασαρισμένο την κρασαρισμένη το κρασαρισμένο
     κλητική κρασαρισμένε κρασαρισμένη κρασαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρασαρισμένοι οι κρασαρισμένες τα κρασαρισμένα
      γενική των κρασαρισμένων των κρασαρισμένων των κρασαρισμένων
    αιτιατική τους κρασαρισμένους τις κρασαρισμένες τα κρασαρισμένα
     κλητική κρασαρισμένοι κρασαρισμένες κρασαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
ένδειξη κρασαρισμένου υπολογιστή

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρασαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κρασάρω < κρας < (άμεσο δάνειο) αγγλική crash

  Μετοχή επεξεργασία

κρασαρισμένος, -η, -ο

 συνώνυμα: χαλασμένος, εκτός λειτουργίας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία